- λέντια
- λέντιονlinteumneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
λεντιάριος — λεντιάριος, ὁ (Α) στον πληθ. οί λεντιάριοι πιθ. υπάλληλοι στα λουτρά οι οποίοι παρείχαν τα λέντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lintearius < λατ. linteum ή lenteum «λινό»] … Dictionary of Greek
λεντιυφάντης — λεντιυφάντης, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει λέντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέντιον «λινό ύφασμα» + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο ϋφάντης] … Dictionary of Greek
πλαγιοδέτης — ο, Ν ναυτ. χοντρό σχοινί που δένεται στην άγκυρα τού πλοίου ή στην αλυσίδα της και χρησιμεύει για την αλλαγή τής διεύθυνσης τού αγκυροβολημένου πλοίου, κν. λεντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης. Η λ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
πλαγιοδετώ — έω, Ν ναυτ. δένω αγκυροβολημένο πλοίο με πλαγιοδέτη με τέτοιο τρόπο ώστε να λάβει ορισμένη πλάγια κατεύθυνση, κν. δένω λεντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Λιντς — I (Linz). Πόλη (183.904 κάτ. το 2001) της βόρειας Αυστρίας, πρωτεύουσα του κρατιδίου της Άνω Αυστρίας (βλ. λ. Αυστρία, Άνω). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Δούναβη, σε υψόμετρο 264 μ., γύρω από τη Χάουπτπλατς και συνδέεται μέσω της γέφυρας… … Dictionary of Greek